Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2013

Pablo Neruda

LA NOCHE EN LA ISLA


Toda la noche he dormido contigo
junto al mar,en la isla.
Salvaje y dulce eras entre el placer y el sueño,
entre el fuego y el agua.

Tal vez muy tarde
nuestros sueños se unieron
en lo alto o en el fondo,
arriba como ramas que un mismo viento mueve,
abajo como rojas raíces que se tocan.

Tal vez tu sueño
se separó del mío
y por el mar oscuro
me buscaba
como antes
cuando aún no existías,
navegué por tu lado,
y tus ojos buscaban
lo que ahora
-pan,vino,amor y cólera-
te doy a manos llenas
porque tú eres la copa
que esperaba los dones de mi vida.

He dormido contigo
toda la noche mientras
la oscura tierra gira
con vivos y con muertos,
en medio de la sombra
mi brazo rodeaba tu cintura.
Ni la noche, ni el sueño
pudieron separarnos.

He dormido contigo
y al despertar tu boca
salida de tu sueño
me dio el sabor de tierra,
de agua marina,de algas,
del fondo de tu vida,
y recibí tu beso
mojado por la aurora
como si me llegara
del mar que nos rodea.





Η ΝΥΧΤΑ ΣΤΟ ΝΗΣΙ




Όλη τη νύχτα κοιμήθηκα μαζί σου

στη θάλασσα πλάι,στο νησί.
Άγρια ήσουν και γλυκιά ανάμεσα στην ηδονή και στον ύπνο,
ανάμεσα στη φωτιά και στο νερό.


Ίσως πολύ αργά

τα όνειρά μας ενώθηκαν
στο ύψος ή στο βάθος,
ψηλά σαν τα κλαδιά που τα κουνάει ο ίδιος άνεμος,
κάτω σαν ρίζες κόκκινες που ακουμπάνε μεταξύ τους.


Ίσως το όνειρό σου

απομακρύνθηκε απ'το δικό μου
και στη σκοτεινή θάλασσα
με αναζητούσε
όπως πριν
όταν ακόμα δεν υπήρχες,
όταν χωρίς να σε διακρίνω
έπλεα στο πλευρό σου,
και τα μάτια σου γύρευαν
αυτό που τώρα
-ψωμί,κρασί,έρωτα και θυμό-
σου προσφέρω απλόχερα
γιατί είσαι το κύπελλο
που περίμενε τα δώρα της ζωής μου.


Κοιμήθηκα μαζί σου

όλη τη νύχτα που
η γη η σκοτεινή γυρίζει
με ζωντανούς και πεθαμένους,
και όταν ξύπνησα στα ξαφνικά
μες στο σκοτάδι
το χέρι μου είχα γύρω από τη μέση σου.
Ούτε η νύχτα ούτε ο ύπνος
μπόρεσαν να μας χωρίσουν.


Κοιμήθηκα μαζί σου

και μόλις ξύπνησα το στόμα σου
βγαλμένο απ'το όνειρό σου
μου έδωσε τη γεύση της γης,
του θαλασσινού νερού,των φυκιών,
του βυθού της ζωής σου,
και δέχτηκα το φιλί σου
μουσκεμένο από την αυγή
σαν να μου ερχόταν
από τη θάλασσα που μας κυκλώνει.




ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Πάμπλο Νερούδα, ερωτικά ποιήματα, απόδοση Αγαθή Δημητρούκα, εκδόσεις Πατάκη.

Το συγκεκριμένο ποίημα είναι μεταφρασμένο από το παραπάνω βιβλίο της βιβλιογραφίας.

Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2013

η Αθήνα μου

Πλάκα.
Plaka.
Θέα από την Ακρόπολη.
View from Akropolis.

Ναός.
Temple.

Rubén Darío

Autumnal



Eros, vita, lumen




En las pálidas tardes
yerran nubes tranquilas
en el azul; en las ardientes manos
se posan las cabezas pensativas.
¡Ah los suspiros! ¡Ah los dulces sueños!
¡Ah las tristezas íntimas!
¡Ah el polvo de oro que en el aire flota,
tras cuyas ondas trémulas se miran
los ojos tiernos y húmedos,
las bocas inundadas de sonrisas,
las crespas cabelleras
y los dedos de rosa que acarician!


En las pálidas tardes

me cuenta un hada amiga
las historias secretas
llenas de poesía;

lo que cantan los pájaros,
lo que llevan las brisas,

lo que vaga en las nieblas,
lo que sueñan las niñas.


Una vez sentí el ansia


de una sed infinita.
Dije al hada amoroso:
-Quiero en el alma mía
tener la inspiración onda, profunda,
inmensa: luz, calor, aroma, vida.
Ella me dijo: ven! Con el acento
con que hablaría un arpa. En el había
un divino idioma de esperanza.
Oh, sed del ideal!


Sobre la cima

de un monte, a media noche,
me mostró las estrellas encendidas.
Era una jardín de oro
con pétalos de llama que titilan.
Exclame: Más!...


La aurora 

vino después.La aurora sonreía,
con la luz en la frente,
como la joven tímida
que abre la reja, y la sorprenden luego
Ciertas curiosas,mágicas pupilas.
Y dije: -Más!... Sonriendola celeste hada amiga
prorrumpió: Y bien!... Las flores!


Y las flores

estaban frescas,lindas,
empapadas de olor: la rosa virgen,
la blanca margarita,
la azucena gentil, y las volúbilis
que cuelgan de la rama estremecida.
Y dije: -Más!...


El viento

arrastraba rumores, ecos, risas, 
murmullos misteriosos, aleteos, 
músicas nunca oídas.
El hada entonces me llevo hasta el velo
que nos cubre las ansias infinitas,
la inspiración profunda,
y el alma de las liras.
Y lo rasgó. Y allí todo era aurora.
En el fondo se vía
un bello rostro de mujer.


Oh, nunca 

Piérides, diréis las sacras dichas
que en alma sintiera!
Con su vaga sonrisa:
¿Más…? dijo el hada. Y yo tenía entonces,
clavadas las pupilas
en el azul; y en mis ardientes manos
se posó mi cabeza pensativa…





Φθινοπωρινό





Έρωτας, ζωή, φως






Στα ωχρά απογεύματα


περιπλανιώνται γαλήνια σύννεφα


στο γαλάζιο· στα παθιασμένα χέρια


κουρνιάζουν τα συλλογισμένα κεφάλια


Αχ οι αναστεναγμοί! Αχ τα γλυκά όνειρα!


Αχ οι οικείες θλίψεις!


Αχ η σκόνη χρυσού που στον αέρα ανεμίζει!


Πίσω από τα τρεμουλιαστά ηχητικά κύματα κοιτάζονται


τα τρυφερά και υγρά μάτια,


τα πλημμυρισμένα από χαμόγελα στόματα,


τα μπουκλωτά μαλλιά


και τα τριανταφυλλένια δάχτυλα που θωπεύουν!





Στα ωχρά απογεύματα


μου αφηγείται μία νεράιδα φίλη


μυστικές ιστορίες


γεμάτες ποίηση·


αυτό που τραγουδούν τα πουλιά,


αυτό που μεταφέρουν οι αύρες,


αυτό που περιφέρεται στις ομίχλες,


αυτό που ονειρεύονται τα μικρά κορίτσια.





Κάποια στιγμή αισθάνθηκα την αγωνία


Μίας ατελείωτης δίψας.


Είπα στην γοητευτική νεράιδα


-Θέλω μέσα στην ψυχή την δική μου


να έχω την βαθιά, ανεξιχνίαστη, απέραντη


έμπνευση: φως, ζέστη, άρωμα, ζωή.


Αυτή μου είπε: -Έλα! με την προφορά


με την οποία θα μιλούσε μία άρπα. Σε αυτόν υπήρχε


ένα θεϊκό ιδίωμα της ελπίδας.


Αχ δίψα του ιδανικού!




Επάνω στην κορυφή


ενός όρους, στη μέση της νύχτας,


μου φανέρωσε τα φλεγόμενα αστέρια.


Ήταν ένας κήπος από χρυσάφι


με παθιασμένα πέταλα που τρεμόπαιζαν.


Φώναξα : Κι'άλλο!...





Η αυγή


ήρθε αργότερα. Η αυγή χαμογελούσε,


με το φως μπροστά,


όπως η ντροπαλή νεαρά


που ανοίγει τα κάγκελα του παραθύρου, και έπειτα την ξαφνιάζουν


σταθερές αδιάκριτες, μαγικές κόρες οφθαλμών,


Και είπα : -Κι’άλλο!... Χαμογελώντας


η ουράνια νεράιδα φίλη


ξέσπασε: - Ε τότε!...τα λουλούδια!



Και τα λουλούδια


ήταν φρέσκα, όμορφα,


γεμάτα μυρωδιές: το παρθένο τριαντάφυλλο


η λευκή μαργαρίτα,


ο ευγενικός κρινόλευκος, και οι βανίλιες


που αιωρούνται σ’ένα τρεμάμενο κλαδί.


Και είπα : -Κι’άλλο!...



Ο αέρας


έσερνε φήμες, αντίλαλους, γέλια,


παράξενα θροΐσματα, φτεροκοπήματα,


μουσικές που ποτέ δεν έχουν ακουστεί.


Η νεράιδα τότε με πήγε μέχρι το πέπλο


που μας καλύπτει ατελείωτα άγχη,


την βαθιά έμπνευση,


και την ψυχή των λυρών.


Και το έσκισα. Και εκεί όλα ήταν αυγή.


Στο βάθος φαινόταν


ένα όμορφο πρόσωπο γυναίκας.






Αχ ποτέ Μούσες της Πιερίας, μην πείτε


τα ιερά λόγια


που στην ψυχή ένιωθα


Με το τεμπέλικό της χαμόγελο :


Κι’άλλο;... Είπε η νεράιδα. Και εγώ είχα τότε,


καρφωμένες τις κόρες των οφθαλμών μου


στο γαλάζιο· και στα παθιασμένα χέρια μου


κούρνιασε το συλλογισμένο κεφάλι μου...








ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ


Rubén Darío, Azul...-Cantos de vida y esperanza. Ed. José María Martínez, Catedra.